- ἐπημύω
- ἐπημύω,A bend or bow down, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν (sc. τὸ λήϊον) Il.2.148, cf. Nic.Th.870, Opp.H.1.228, C.4.123. [full] ἐπήν, v. ἐπεί.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επημύω — ἐπημύω (Α) γέρνω, λυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ημύω «κάμπτω, λυγίζω»] … Dictionary of Greek
ἐπημύω — ἐπημύ̱ω , ἐπημύω bend pres subj act 1st sg ἐπημύ̱ω , ἐπημύω bend pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπημύει — ἐπημύ̱ει , ἐπημύω bend pres ind mp 2nd sg ἐπημύ̱ει , ἐπημύω bend pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπημύειν — ἐπημύ̱ειν , ἐπημύω bend pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπημύσαντες — ἐπημύ̱σαντες , ἐπημύω bend aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)